Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
συνδιακομίζομαι
συνδιακοσμέω
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλλάττω
συνδιαλῡ́ω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπρᾱ́ττω
συνδιαρθρόω
View word page
συν-διαμένω
συν-διαμένωvb of an envoystay on togetherw. someone, as a guestX. continue to stand bysomeone, in misfortuneArist.

ShortDef

to stand one's ground with

Debugging

Headword:
συνδιαμένω
Headword (normalized):
συνδιαμένω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαμενω
IDX:
38216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38217
Key:
συνδιαμένω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαμένω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαμένω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of an envoy</Indic><Tr>stay on together<Expl>w. someone, as a guest</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> <vS1><Tr>continue to stand by<Expl>someone, in misfortune</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαμένω'}