Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
συνδιακομίζομαι
συνδιακοσμέω
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλλάττω
συνδιαλῡ́ω
συνδιαμάχομαι
View word page
συν-διαιτάομαι
συν-διαιτάομαιξυν-mid.pass.contr.vb live togethersts. w.dat.prep.phr.w. someoneIsoc. Pl. Plu. of dogs, w. humansTh.

ShortDef

to dwell with

Debugging

Headword:
συνδιαιτάομαι
Headword (normalized):
συνδιαιτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιταομαι
IDX:
38205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38206
Key:
συνδιαιτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαιτάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαιτάομαι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr> live together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Isoc. Pl. Plu.</Au> <vS2><Indic>of dogs, w. humans</Indic><Au>Th.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαιτάομαι'}