Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
συνδιακομίζομαι
συνδιακοσμέω
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλλάττω
View word page
συν-διάγω
συν-διάγωvb spend time together, live togethersts. w.dat.prep.phr.w. someoneArist. Plu.

ShortDef

to go through together

Debugging

Headword:
συνδιάγω
Headword (normalized):
συνδιάγω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαγω
IDX:
38203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38204
Key:
συνδιάγω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διάγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διάγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>spend time together, live together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Arist. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιάγω'}