Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
συνδιακομίζομαι
συνδιακοσμέω
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
View word page
συν-διαγιγνώσκω
συν-διαγιγνώσκωξυν-vb sharew.dat.w. someonein a decisionw.inf.to do sthg.Th.

ShortDef

to join in determining or decreeing

Debugging

Headword:
συνδιαγιγνώσκω
Headword (normalized):
συνδιαγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαγιγνωσκω
IDX:
38202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38203
Key:
συνδιαγιγνώσκω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαγιγνώσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαγιγνώσκω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>share<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>in a decision</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαγιγνώσκω'}