Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
συνδιακομίζομαι
συνδιακοσμέω
συνδιακυβερνάω
View word page
συν-διαβιβάζω
συν-διαβιβάζωvb help to conveyw.acc.persons, an armyacrossa river, seaPl. X. Plu.

ShortDef

to carry through

Debugging

Headword:
συνδιαβιβάζω
Headword (normalized):
συνδιαβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβιβαζω
IDX:
38201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38202
Key:
συνδιαβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαβιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαβιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>help to convey<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>persons, an army</Prnth>across<Expl>a river, sea</Expl></Tr><Au>Pl. X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαβιβάζω'}