Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
συνδιακομίζομαι
View word page
συν-διαβαίνω
συν-διαβαίνωξυν-vb go acrossa ditch, watertogethersts. w.dat.w. someoneTh. X. Plu.

ShortDef

to go through

Debugging

Headword:
συνδιαβαίνω
Headword (normalized):
συνδιαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβαινω
IDX:
38199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38200
Key:
συνδιαβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαβαίνω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>go across<Prnth>a ditch, water</Prnth>together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Th. X. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαβαίνω'}