Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδεσμεύω
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδῡνεύω
View word page
συν-δημιουργός
συν-δημιουργόςοῦm one who works hand in handcooperatesw.dat.w. lawsPl.

ShortDef

fellow-workman

Debugging

Headword:
συνδημιουργός
Headword (normalized):
συνδημιουργός
Headword (normalized/stripped):
συνδημιουργος
IDX:
38198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38199
Key:
συνδημιουργός

Data

{'headword_display': '<b>συν-δημιουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-δημιουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>one who works hand in hand<or/>cooperates<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. laws</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνδημιουργός'}