Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδεσις
συνδεσμεύω
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαθέω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
View word page
συν-δημαγωγέω
συν-δημαγωγέωcontr.vb join in winning over the peopleof a speechconspirew.dat.w. an eventin winning overthe public at largePlu. of one's lookscontribute to one's popularityPlu.

ShortDef

to join in seeking popularity

Debugging

Headword:
συνδημαγωγέω
Headword (normalized):
συνδημαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
συνδημαγωγεω
IDX:
38197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38198
Key:
συνδημαγωγέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-δημαγωγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-δημαγωγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>join in winning over the people</Def><vS2><Indic>of a speech</Indic><Tr>conspire<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. an event</Prnth>in winning over</Tr><Obj>the public at large<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> <vS2><Indic>of one's looks</Indic><Tr>contribute to one's popularity</Tr><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'συνδημαγωγέω'}