Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσις
συνδεσμεύω
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
View word page
συνδετικός
συνδετικόςή όνadj neut.sb.that which is capable of binding, bondref. to educationPlu.

ShortDef

binding together, conjunctive, connective

Debugging

Headword:
συνδετικός
Headword (normalized):
συνδετικός
Headword (normalized/stripped):
συνδετικος
IDX:
38192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38193
Key:
συνδετικός

Data

{'headword_display': '<b>συνδετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνδετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>that which is capable of binding, bond<Expl>ref. to education</Expl></Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συνδετικός'}