Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσις
συνδεσμεύω
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδημιουργός
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
View word page
συν-δεσμώτης
συν-δεσμώτηςξυν-ουm fellow prisonerTh. Pl.

ShortDef

a fellow-prisoner

Debugging

Headword:
συνδεσμώτης
Headword (normalized):
συνδεσμώτης
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμωτης
IDX:
38190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38191
Key:
συνδεσμώτης

Data

{'headword_display': '<b>συν-δεσμώτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-δεσμώτης<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow prisoner</Tr><Au>Th. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνδεσμώτης'}