Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδαίνῡμι
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρῡ́ω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσις
συνδεσμεύω
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
View word page
σύν-δενδρος
σύν-δενδροςονadjδένδρεον of an islanddensely woodedPlb.

ShortDef

thickly-wooded

Debugging

Headword:
σύνδενδρος
Headword (normalized):
σύνδενδρος
Headword (normalized/stripped):
συνδενδρος
IDX:
38185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38186
Key:
σύνδενδρος

Data

{'headword_display': '<b>σύν-δενδρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύν-δενδρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δένδρεον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Tr>densely wooded</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύνδενδρος'}