Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνάχθομαι
σύναψις
συνδαΐζω
συνδαίνῡμι
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρῡ́ω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκαδίζω
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσις
συνδεσμεύω
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
συνδετέος
συνδετικός
View word page
σύνδειπνος
σύνδειπνοςουm one who shares a mealfellow banqueterE. X.

ShortDef

a companion at table

Debugging

Headword:
σύνδειπνος
Headword (normalized):
σύνδειπνος
Headword (normalized/stripped):
συνδειπνος
IDX:
38182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38183
Key:
σύνδειπνος

Data

{'headword_display': '<b>σύνδειπνος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύνδειπνος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who shares a meal</Def><Tr>fellow banqueter</Tr><Au>E. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύνδειπνος'}