Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναυδάω
συναυλέω
συναυλίᾱ
συναυλίᾱ
σύναυλος
σύναυλος
συναύξησις
συναύξω
συναφαιρέω
συνάφεια
συναφή
συναφίημι
συναφίστημι
συνάχθομαι
σύναψις
συνδαΐζω
συνδαίνῡμι
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρῡ́ω
συνδανείζομαι
View word page
συναφή
συναφήῆςf point of contactbetw. blade and haft of a pike, two sets of troopsPlb.

ShortDef

connexion, union

Debugging

Headword:
συναφή
Headword (normalized):
συναφή
Headword (normalized/stripped):
συναφη
IDX:
38169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38170
Key:
συναφή

Data

{'headword_display': '<b>συναφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συναφή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>point of contact<Expl>betw. blade and haft of a pike, two sets of troops</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συναφή'}