Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλίᾱ
συναυλίᾱ
σύναυλος
σύναυλος
συναύξησις
συναύξω
συναφαιρέω
συνάφεια
συναφή
συναφίημι
συναφίστημι
συνάχθομαι
σύναψις
συνδαΐζω
συνδαίνῡμι
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρῡ́ω
View word page
συνάφεια
συνάφειαᾱςfσυνάπτω connection, contiguityof activities and territoriesPlu.

ShortDef

combination, connexion, union, junction

Debugging

Headword:
συνάφεια
Headword (normalized):
συνάφεια
Headword (normalized/stripped):
συναφεια
IDX:
38168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38169
Key:
συνάφεια

Data

{'headword_display': '<b>συνάφεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνάφεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συνάπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>connection, contiguity<Expl>of activities and territories</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνάφεια'}