Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνασχολέομαι
συνατῑμάζω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλίᾱ
συναυλίᾱ
σύναυλος
σύναυλος
συναύξησις
συναύξω
συναφαιρέω
συνάφεια
συναφή
συναφίημι
συναφίστημι
συνάχθομαι
σύναψις
συνδαΐζω
συνδαίνῡμι
View word page
συναύξησις
συναύξησιςεωςfσυναύξω increase, expansionof power and territoryPlb.

ShortDef

common growth

Debugging

Headword:
συναύξησις
Headword (normalized):
συναύξησις
Headword (normalized/stripped):
συναυξησις
IDX:
38165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38166
Key:
συναύξησις

Data

{'headword_display': '<b>συναύξησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συναύξησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συναύξω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>increase, expansion<Expl>of power and territory</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συναύξησις'}