Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύναρχος
συνάρχω
συνασεβέω
συνασκέω
συνασοφέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχολέομαι
συνατῑμάζω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλίᾱ
συναυλίᾱ
σύναυλος
σύναυλος
συναύξησις
View word page
συν-ασχολέομαι
συν-ασχολέομαιmid.contr.vb busy oneself togetherengage in businessw.dat.w. someonePlu.

ShortDef

to do business with

Debugging

Headword:
συνασχολέομαι
Headword (normalized):
συνασχολέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνασχολεομαι
IDX:
38155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38156
Key:
συνασχολέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ασχολέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ασχολέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>busy oneself together</Def><Tr>engage in business</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνασχολέομαι'}