Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναρτῡ́νω
συναρχίᾱ
σύναρχος
συνάρχω
συνασεβέω
συνασκέω
συνασοφέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχολέομαι
συνατῑμάζω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλίᾱ
συναυλίᾱ
σύναυλος
View word page
συν-ασπιστής
συν-ασπιστήςξυν-οῦm comrade in armsS.

ShortDef

a shield-fellow, comrade

Debugging

Headword:
συνασπιστής
Headword (normalized):
συνασπιστής
Headword (normalized/stripped):
συνασπιστης
IDX:
38153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38154
Key:
συνασπιστής

Data

{'headword_display': '<b>συν-ασπιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-ασπιστής<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>comrade in arms</Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνασπιστής'}