Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναρτάω
συναρτῡ́νω
συναρχίᾱ
σύναρχος
συνάρχω
συνασεβέω
συνασκέω
συνασοφέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχολέομαι
συνατῑμάζω
συνατυχέω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλίᾱ
συναυλίᾱ
View word page
συνασπισμός
συνασπισμόςοῦm close-order formationformation of interlocked shieldsPlu.

ShortDef

holding of the shields together, fighting in close order

Debugging

Headword:
συνασπισμός
Headword (normalized):
συνασπισμός
Headword (normalized/stripped):
συνασπισμος
IDX:
38152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38153
Key:
συνασπισμός

Data

{'headword_display': '<b>συνασπισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνασπισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>close-order formation<or/>formation of interlocked shields</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνασπισμός'}