Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναρέσκω
συνάρηρα
συναρθμέω
συναριθμέω
συνᾱριστάω
συναριστεύω
συναρμογή
συναρμόζω
συναρπάζω
συναρτάω
συναρτῡ́νω
συναρχίᾱ
σύναρχος
συνάρχω
συνασεβέω
συνασκέω
συνασοφέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπισμός
συνασπιστής
View word page
συν-αρτῡ́νω
συν-αρτῡ́νωvb of sailorsfit togethershields, to provide cover for a boatAR. mid.devise togethera planAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναρτῡ́νω
Headword (normalized):
συναρτῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συναρτυνω
IDX:
38143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38144
Key:
συναρτῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αρτῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αρτῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of sailors</Indic><Tr>fit together<Expl>shields, to provide cover for a boat</Expl></Tr><Au>AR.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>devise together</Tr><Obj>a plan<Au>AR.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συναρτῡ́νω'}