Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποτελέω
συναποτίκτω
συναποφαίνομαι
συναπόφασις
συναποχωρέω
συναπτός
συνάπτω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
συνάρηρα
συναρθμέω
συναριθμέω
συνᾱριστάω
συναριστεύω
συναρμογή
View word page
συναπτός
συναπτόςόνadjσυνάπτω of sandal-thongsfastened togethertied, knottedAr.

ShortDef

joined together, linked together

Debugging

Headword:
συναπτός
Headword (normalized):
συναπτός
Headword (normalized/stripped):
συναπτος
IDX:
38129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38130
Key:
συναπτός

Data

{'headword_display': '<b>συναπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συναπτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sandal-thongs</Indic><Def>fastened together</Def><Tr>tied, knotted</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συναπτός'}