Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποτελέω
συναποτίκτω
συναποφαίνομαι
συναπόφασις
συναποχωρέω
συναπτός
συνάπτω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
View word page
συν-αποστερέω
συν-αποστερέωcontr.vb joinw.dat.μετά + gen.w. someonein deprivingrobbingsomeonew.gen.of sthg.D. helpsomeoneto stealmoneyPl.

ShortDef

to help to strip

Debugging

Headword:
συναποστερέω
Headword (normalized):
συναποστερέω
Headword (normalized/stripped):
συναποστερεω
IDX:
38123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38124
Key:
συναποστερέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποστερέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποστερέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>join<Prnth><GLbl>w.dat.<or/><Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone</Prnth>in depriving<or/>robbing</Tr><Obj>someone<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.</Expl><Au>D.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>help<Prnth>someone</Prnth>to steal</Tr><Obj>money<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποστερέω'}