Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποτελέω
συναποτίκτω
συναποφαίνομαι
συναπόφασις
συναποχωρέω
συναπτός
συνάπτω
View word page
συν-απορρήγνῡμι
συν-απορρήγνῡμιvb tear off togetherw. an earringan ear-lobePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναπορρήγνῡμι
Headword (normalized):
συναπορρήγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συναπορρηγνυμι
IDX:
38120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38121
Key:
συναπορρήγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-απορρήγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-απορρήγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>tear off together<Expl>w. an earring</Expl></Tr><Obj>an ear-lobe<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συναπορρήγνῡμι'}