Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποτελέω
συναποτίκτω
συναποφαίνομαι
συναπόφασις
View word page
συν-απομαραίνομαι
συν-απομαραίνομαιmid.vb of affectionwither away togetherw. the bloom of youthX.of diseasesdecline in virulencew.dat.w. fading bodily strengthPlu.

ShortDef

to fade away and die together

Debugging

Headword:
συναπομαραίνομαι
Headword (normalized):
συναπομαραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπομαραινομαι
IDX:
38117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38118
Key:
συναπομαραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-απομαραίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-απομαραίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of affection</Indic><Tr>wither away together<Expl>w. the bloom of youth</Expl></Tr><Au>X.</Au><vS2><Indic>of diseases</Indic><Tr>decline in virulence</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. fading bodily strength<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συναπομαραίνομαι'}