Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποτελέω
συναποτίκτω
συναποφαίνομαι
View word page
συν-απολογέομαι
συν-απολογέομαιmid.contr.vb leg.join in a defencests. w.dat.of someoneAtt.orats.

ShortDef

to join in defending

Debugging

Headword:
συναπολογέομαι
Headword (normalized):
συναπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπολογεομαι
IDX:
38116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38117
Key:
συναπολογέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-απολογέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-απολογέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>leg.</Indic><Tr>join in a defence<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>of someone</Expl></Tr><Au>Att.orats.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναπολογέομαι'}