Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποτελέω
View word page
συν-απολαύω
συν-απολαύωvb share in enjoymentw.gen.of sthg.Arist. of a stateshare in the consequencesof faction betw. individualsArist.

ShortDef

share in the enjoyment

Debugging

Headword:
συναπολαύω
Headword (normalized):
συναπολαύω
Headword (normalized/stripped):
συναπολαυω
IDX:
38114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38115
Key:
συναπολαύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-απολαύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-απολαύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share in enjoyment</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.<Au>Arist.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a state</Indic><Tr>share in the consequences<Expl>of faction betw. individuals</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναπολαύω'}