Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
συναποστέλλω
View word page
συν-αποκτίννῡμι
συν-αποκτίννῡμιvb of persons committing suicidekill at the same timetheir loversArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναποκτίννῡμι
Headword (normalized):
συναποκτίννῡμι
Headword (normalized/stripped):
συναποκτιννυμι
IDX:
38112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38113
Key:
συναποκτίννῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποκτίννῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποκτίννῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons committing suicide</Indic><Tr>kill at the same time</Tr><Obj>their lovers<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποκτίννῡμι'}