Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
συναποσβέννῡμι
View word page
συν-αποκτείνω
συν-αποκτείνωvb be an accomplice in killingsomeoneAntipho Aeschin.

ShortDef

to kill together

Debugging

Headword:
συναποκτείνω
Headword (normalized):
συναποκτείνω
Headword (normalized/stripped):
συναποκτεινω
IDX:
38111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38112
Key:
συναποκτείνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποκτείνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποκτείνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be an accomplice in killing</Tr><Obj>someone<Au>Antipho Aeschin.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποκτείνω'}