Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνῡμι
View word page
συν-αποκηρύττω
συν-αποκηρύττωAtt.vbἀποκηρύσσω disownw.acc.a sonat the same timeas selling off his mistressMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναποκηρύττω
Headword (normalized):
συναποκηρύττω
Headword (normalized/stripped):
συναποκηρυττω
IDX:
38110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38111
Key:
συναποκηρύττω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποκηρύττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποκηρύττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>ἀποκηρύσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>disown<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a son</Prnth>at the same time<Expl>as selling off his mistress</Expl></Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποκηρύττω'}