Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπίστημι
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
View word page
συν-αποκάμνω
συν-αποκάμνωvb of limbsbe all exhaustedby fightingE.

ShortDef

to cease from weariness together

Debugging

Headword:
συναποκάμνω
Headword (normalized):
συναποκάμνω
Headword (normalized/stripped):
συναποκαμνω
IDX:
38109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38110
Key:
συναποκάμνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποκάμνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποκάμνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of limbs</Indic><Tr>be all exhausted<Expl>by fighting</Expl></Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποκάμνω'}