Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁμαρτήδην
ἁμάρτημα
ἁμαρτητικός
ἁμαρτίᾱ
ἁμάρτια
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλίᾱ
ἁμαρτωλός
ἀμαρῡγή
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμᾱ́ς
ᾱ̓μᾱτήρ
ἁματροχιή
ἀμᾱ́τωρ
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
View word page
ἁμαρτωλίᾱ
ἁμαρτωλίᾱᾱςf wrongdoingAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁμαρτωλίᾱ
Headword (normalized):
ἁμαρτωλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
αμαρτωλια
IDX:
3810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3811
Key:
ἁμαρτωλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαρτωλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμαρτωλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>wrongdoing</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁμαρτωλίᾱ'}