Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπεργάζομαι
συναπίστημι
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
View word page
συν-αποθνῄσκω
συν-αποθνῄσκωvb of a person, souldie togethersts. w.dat.w. someoneHdt. Pl. X. Arist. NT. Plu.fig., of fire, physical faculties, memoryHdt. Isoc. Aeschin.

ShortDef

to die together with

Debugging

Headword:
συναποθνῄσκω
Headword (normalized):
συναποθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
συναποθνησκω
IDX:
38108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38109
Key:
συναποθνῄσκω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποθνῄσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποθνῄσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a person, soul</Indic><Tr>die together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Hdt. Pl. X. Arist. NT. Plu.</Au><vS2><Indic>fig., of fire, physical faculties, memory</Indic><Au>Hdt. Isoc. Aeschin.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποθνῄσκω'}