Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπατάομαι
συνάπειμι
συναπεργάζομαι
συναπίστημι
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
συναπόλλῡμι
συναπολογέομαι
View word page
συν-αποδοκιμάζω
συν-αποδοκιμάζωvb agreew.dat.w. governmentsin rejectingbelittlingmechanical craftsX.

ShortDef

to join in reprobating

Debugging

Headword:
συναποδοκιμάζω
Headword (normalized):
συναποδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συναποδοκιμαζω
IDX:
38106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38107
Key:
συναποδοκιμάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αποδοκιμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αποδοκιμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>agree<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. governments</Prnth>in rejecting<or/>belittling</Tr><Obj>mechanical crafts<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συναποδοκιμάζω'}