Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναπαιτέω
συνάπᾱς
συναπατάομαι
συνάπειμι
συναπεργάζομαι
συναπίστημι
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
συναποδύομαι
συναποθνῄσκω
συναποκάμνω
συναποκηρύττω
συναποκτείνω
συναποκτίννῡμι
συναπολαμβάνω
συναπολαύω
View word page
συν-απόδημος
συν-απόδημοςονadj going abroad togethermasc.pl.sb.fellow travellersArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναπόδημος
Headword (normalized):
συναπόδημος
Headword (normalized/stripped):
συναποδημος
IDX:
38104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38105
Key:
συναπόδημος

Data

{'headword_display': '<b>συν-απόδημος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-απόδημος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <nS1><Def>going abroad together</Def><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>fellow travellers</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συναπόδημος'}