Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποσφάλλω
ἀποσφάττω
ἀποσφρᾱγίζομαι
ἀποσχαλίδωμα
ἀποσχεδιάζω
ἀποσχίζω
ἀποσχοινίζομαι
ἀποσχολάζω
ἀποσῴζω
ἀπότακτος
ἀποτάμνω
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀποταφρεύω
ἀποτείνυμαι
ἀποτείνω
ἀποτειστέον
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχισμός
View word page
ἀποτάμνω
ἀποτάμνωdial.vb seeἀποτέμνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτάμνω
Headword (normalized):
ἀποτάμνω
Headword (normalized/stripped):
αποταμνω
IDX:
380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-381
Key:
ἀποτάμνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀποτάμνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀποτάμνω</HL><PS>dial.vb</PS></HG> <XR>see<Ref>ἀποτέμνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀποτάμνω'}