Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνάντομαι
συνανύω
συναξιόω
συναοιδός
συνᾱορέω
συνᾱ́ορος
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαιτέω
συνάπᾱς
συναπατάομαι
συνάπειμι
συναπεργάζομαι
συναπίστημι
συναποβαίνω
συναποβάλλω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημος
συναποδιδρᾱ́σκω
συναποδοκιμάζω
View word page
συν-απατάομαι
συν-απατάομαιpass.contr.vb be deceived togetherw.dat.w. others' hopesi.e. have one's own hopes frustrated tooPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναπατάομαι
Headword (normalized):
συναπατάομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπαταομαι
IDX:
38096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38097
Key:
συναπατάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-απατάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-απατάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be deceived together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. others' hopes<Expl>i.e. have one's own hopes frustrated too</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συναπατάομαι'}