Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπληρόω
συναναπρᾱ́σσω
συναναστρέφω
συνανασῴζω
συνανατήκω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναχρώννῡμι
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανέρχομαι
συνανθέω
συνανίστημι
συναντάω
συνάντησις
συναντιάζω
συναντιλαμβάνομαι
συναντλέω
συνάντομαι
View word page
συν-αναχωρέω
συν-αναχωρέωcontr.vb of a soldierretreat togetherw. someonePl.

ShortDef

retire together

Debugging

Headword:
συναναχωρέω
Headword (normalized):
συναναχωρέω
Headword (normalized/stripped):
συναναχωρεω
IDX:
38076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38077
Key:
συναναχωρέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναχωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναχωρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a soldier</Indic><Tr>retreat together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναχωρέω'}