Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπληρόω
συναναπρᾱ́σσω
συναναστρέφω
συνανασῴζω
συνανατήκω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναχρώννῡμι
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανέρχομαι
συνανθέω
συνανίστημι
συναντάω
συνάντησις
συναντιάζω
συναντιλαμβάνομαι
View word page
συν-αναφθέγγομαι
συν-αναφθέγγομαιmid.vb of personscry out togetherPlu.

ShortDef

to cry out

Debugging

Headword:
συναναφθέγγομαι
Headword (normalized):
συναναφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναφθεγγομαι
IDX:
38074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38075
Key:
συναναφθέγγομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναφθέγγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναφθέγγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>cry out together</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναφθέγγομαι'}