Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπληρόω
συναναπρᾱ́σσω
συναναστρέφω
συνανασῴζω
συνανατήκω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναχρώννῡμι
συναναχωρέω
συνανδάνω
συνανέρχομαι
συνανθέω
συνανίστημι
View word page
συν-αναστρέφω
συν-αναστρέφωvb go along togetherw. someonePlu. mid.keep company, associatew.dat.w. someonePlu.

ShortDef

to turn back together

Debugging

Headword:
συναναστρέφω
Headword (normalized):
συναναστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συναναστρεφω
IDX:
38070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38071
Key:
συναναστρέφω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναστρέφω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναστρέφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>go along together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>keep company, associate</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναστρέφω'}