Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπληρόω
συναναπρᾱ́σσω
συναναστρέφω
συνανασῴζω
συνανατήκω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
συναναχρώννῡμι
View word page
συν-αναπαύομαι
συν-αναπαύομαιmid.vb of a womanrest alongsidesleep togethersts. w.dat.w. a manPlu.of a Spartanw.dat.w. his male comradesPlu.

ShortDef

to take rest with others

Debugging

Headword:
συναναπαύομαι
Headword (normalized):
συναναπαύομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναπαυομαι
IDX:
38065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38066
Key:
συναναπαύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναπαύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναπαύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a woman</Indic><Def>rest alongside</Def><Tr>sleep together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. a man</Expl></Tr><Au>Plu.</Au><vS2><Indic>of a Spartan</Indic><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. his male comrades<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναπαύομαι'}