Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπληρόω
συναναπρᾱ́σσω
συναναστρέφω
συνανασῴζω
συνανατήκω
συναναφέρω
συναναφθέγγομαι
View word page
συν-ανανεόομαι
συν-ανανεόομαιmid.contr.vb join in renewingreproducingrelationshipsPlb.

ShortDef

join in renewing

Debugging

Headword:
συνανανεόομαι
Headword (normalized):
συνανανεόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνανανεοομαι
IDX:
38064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38065
Key:
συνανανεόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ανανεόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ανανεόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in renewing<or/>reproducing</Tr><Obj>relationships<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνανανεόομαι'}