Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
συναναπληρόω
συναναπρᾱ́σσω
συναναστρέφω
συνανασῴζω
συνανατήκω
View word page
συν-αναμείγνῡμι
συν-αναμείγνῡμιvb pass.of personsjoin up togetherw.dat.w. othersPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναμείγνῡμι
Headword (normalized):
συναναμείγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συναναμειγνυμι
IDX:
38062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38063
Key:
συναναμείγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναμείγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναμείγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of persons</Indic><Def>join up together</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. others<Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναμείγνῡμι'}