Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
συναναπείθω
συναναπέμπω
View word page
συν-ανακάμπτω
συν-ανακάμπτωvb of personsturn back togetherw. someonePlb.

ShortDef

return along with

Debugging

Headword:
συνανακάμπτω
Headword (normalized):
συνανακάμπτω
Headword (normalized/stripped):
συνανακαμπτω
IDX:
38057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38058
Key:
συνανακάμπτω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ανακάμπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ανακάμπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>turn back together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνανακάμπτω'}