Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
συναναπαύομαι
View word page
συν-αναζεύγνῡμι
συν-αναζεύγνῡμιvb of a commanderdecamp togetherw. someoneset out togetherPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναζεύγνῡμι
Headword (normalized):
συναναζεύγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συναναζευγνυμι
IDX:
38055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38056
Key:
συναναζεύγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναζεύγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναζεύγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Def>decamp together<Expl>w. someone</Expl></Def><Tr>set out together</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναζεύγνῡμι'}