Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
συνανανεόομαι
View word page
συν-αναδραμεῖν
συν-αναδραμεῖνaor.2 inf run a race togetherw. someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναδραμεῖν
Headword (normalized):
συναναδραμεῖν
Headword (normalized/stripped):
συναναδραμειν
IDX:
38054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38055
Key:
συναναδραμεῖν

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναδραμεῖν</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναδραμεῖν</HL><PS>aor.2 inf</PS></vHG> <vS1> <Tr>run a race together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναδραμεῖν'}