Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
συναναμείγνῡμι
συναναμιμνήσκομαι
View word page
συν-αναδέχομαι
συν-αναδέχομαιmid.vb undertake togethersharea dangerPlb. acceptwarPlb.

ShortDef

undertake together

Debugging

Headword:
συναναδέχομαι
Headword (normalized):
συναναδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναδεχομαι
IDX:
38053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38054
Key:
συναναδέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναδέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναδέχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>undertake together</Def><Tr>share</Tr><Obj>a danger<Au>Plb.</Au></Obj> <vS2><Tr>accept</Tr><Obj>war<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναδέχομαι'}