Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
συνανᾱλίσκω
View word page
συν-αναγράφομαι
συν-αναγράφομαιpass.vb of a personalso be enrolledas an ally, together w. someone elseAeschin.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναναγράφομαι
Headword (normalized):
συναναγράφομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναγραφομαι
IDX:
38051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38052
Key:
συναναγράφομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναγράφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναγράφομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a person</Indic><Tr>also be enrolled<Expl>as an ally, together w. someone else</Expl></Tr><Au>Aeschin.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναγράφομαι'}