Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
συνανάκειμαι
συνανακομίζομαι
συνανακυκλέομαι
View word page
συν-ανάγομαι
συν-ανάγομαιpass.vb of troopsbe taken back togetherbe withdrawn together w.prep.phr.to a placePlb. of a personembark togetherw. othersjoin in a voyageD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνανάγομαι
Headword (normalized):
συνανάγομαι
Headword (normalized/stripped):
συναναγομαι
IDX:
38050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38051
Key:
συνανάγομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-ανάγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ανάγομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Def>be taken back together</Def><Tr>be withdrawn together</Tr> <Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>to a place<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Def>embark together<Expl>w. others</Expl></Def><Tr>join in a voyage</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνανάγομαι'}