Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
συναναιρέω
συνανακάμπτω
View word page
συν-αναβοάω
συν-αναβοάωcontr.vb join in the shoutingX.

ShortDef

to cry out together

Debugging

Headword:
συναναβοάω
Headword (normalized):
συναναβοάω
Headword (normalized/stripped):
συναναβοαω
IDX:
38047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38048
Key:
συναναβοάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αναβοάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αναβοάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>join in the shouting</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναναβοάω'}