Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
συναναζεύγνῡμι
View word page
συν-άμφω
συν-άμφωindecl.du.demonstr.pron ref. to persons or thingsboth togetherPl. Arist. AR. Plb. neut.sg.sb.the two combinedArist.

ShortDef

both together

Debugging

Headword:
συνάμφω
Headword (normalized):
συνάμφω
Headword (normalized/stripped):
συναμφω
IDX:
38045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38046
Key:
συνάμφω

Data

{'headword_display': '<b>συν-άμφω</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-άμφω</HL><PS>indecl.du.demonstr.pron</PS></HG> <nS1><Indic>ref. to persons or things</Indic><Tr>both together</Tr><Au>Pl. Arist. AR. Plb.</Au></nS1> <nS1><SGrm><GLbl>neut.sg.sb.</GLbl><Def>the two combined</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συνάμφω'}