Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
συναναδραμεῖν
View word page
συν-αμφότεροι
συν-αμφότεροιξυν-αι αpl.adj of persons or thingsboth togetherThgn. Hdt. Th. Pl. X. Is. sg.of an entitycontaining two in one, combined, dualPl. D. Plb.neut.sg.sb.the two combinedArist.

ShortDef

both together

Debugging

Headword:
συναμφότεροι
Headword (normalized):
συναμφότεροι
Headword (normalized/stripped):
συναμφοτεροι
IDX:
38044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38045
Key:
συναμφότεροι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αμφότεροι</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συν-αμφότεροι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>αι α</Infl><PS>pl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>both together</Tr><Au>Thgn. Hdt. Th. Pl. X. Is.<NBPlus/></Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>sg.</GLbl><Indic>of an entity</Indic><Def>containing two in one, combined, dual</Def><Au>Pl. D. Plb.</Au></SGrm><SGrm><GLbl>neut.sg.sb.</GLbl><Def>the two combined</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συναμφότεροι'}